- τιγγαβάρινος
- τιγγᾰβάρῐνος [βᾰ], η, ον,A of vermilion,
χρῶμα Dam.Isid.203
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρῶμα Dam.Isid.203
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιγγαβάρινος — ίνη, ον, Μ [τιγγάβαρι] αυτός που είναι κόκκινος σαν το κιννάβαρι, κινναβάρινος* … Dictionary of Greek
τιγγαβαρίνῳ — τιγγαβάρινος of vermilion masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)